- καρβουνιάρικος
- -η, -ο[καρβουνιάρης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη2. το ουδ. ως ουσ. το καρβουνιάρικοα) ειδικό ιστιοφόρο ή φορτηγό ατμόπλοιο που προορίζεται για τη μεταφορά ανθράκων ή γαιανθράκων, ανθρακοφόροβ) ανθρακοπωλείο, κατάστημα στο οποίο πουλούν κάρβουνα.
Dictionary of Greek. 2013.